07. Το μετέωρο βήμα της ελληνικότητας και η παγκοσμιοποίηση
«…Το ζητούμενο λοιπόν είναι η νέα παγκοσμιοποίηση να εντάξει τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ως μοναδικότητα πολύτιμη και ανεπανάληπτη»
Κ. ΣΠΥΡΌΠΟΥΛΟΣ 2014
Θα ήθελα να παρουσιάσω την βαθύτερη ουσία της ζωγραφικής μου από την αρχή μέχρι σήμερα. Η τέχνη μου δεν απευθύνεται μόνον στους μυημένους, αλλά στο συλλογικό υποσυνείδητο. Θέλω να αποτελεί έκφραση κοινής ταυτότητας. Στο πρώτο στάδιο της πορείας μου, αναζητώντας την πατρίδα μου, κάνω αναδρομή στην Αρχαία και Βυζαντινολαϊκή μας παρακαταθήκη. Γιατί σκέφτομαι ότι το σήμερα έρχεται από το χθες και το αύριο βγαίνει από το παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν θα ακυρώνει το παρόν, αλλά θα το βοηθάει να είναι διαφορετικό, με πιστότητα στις καταβολές του, και καινούργιο επειδή σαρκώνει την πρόοδο και την νεωτερικότητα. Εδώ όμως προκύπτει ένα σημαντικό ζήτημα: Πιο είναι το «Ελληνικό» και πιο το δυτικότροπο κυρίως Ευρωπαϊκό. Νομίζω ότι πρέπει να αναφερθώ σε μια παράγραφο του βιβλίου του Michel Rouche, καθηγητή της πρώιμης μεσαιωνικής ιστορίας στην Σορβόνη, με τίτλο «Ο Δυτικός πρώιμος Μεσαίωνας». Μια παράγραφός του αναφέρει: «…η αδυναμία των γερμανικών λαών να ξεχωρίσουν το ιδιωτικό από το δημόσιο την εποχή που γερμανικά φύλα (Φράγκοι, Γότθοι, Βάνδαλοι, Βουργούνδιοι, Τεύτονες, Λογγοβάρδοι)» εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (4ος-6ος μ.Χ. αι.) ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος και πολιτισμός, η διανόηση και η τέχνη, είχε αναδείξει ως πρώτιστη ανάγκη και σπουδαιότητα την οργανωμένη, με θεσμούς και νόμους, συλλογικότητα». Το κράτος το «δημόσιο» (res Publica), σε αντίθεση προς το ιδιωτικό, απέβλεπε στην κοινωνία των αναγκών, δηλαδή προϋπέθετε ένα ποσοστό αυτοπαραίτησης του ατόμου από τον πρωτογονισμό των ενστίκτων κατοχής, κυριαρχίας-επιβολής, ηδονής. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους Βάρβαρους που δεν κατανοούσαν την ανάγκη «ισονομίας», την έγνοια για τις κοινές ανάγκες. O Rouche τονίζει ότι αδυνατούν να συλλάβουν την έννοια του δημοσίου συμφέροντος π.χ. φόρο πληρώνουν μόνο οι δούλοι σαν έμπρακτη βεβαίωση υποταγής, υποτέλειας στον ηγεμόνα. Στην πρώτη περίοδο της μεταρωμαϊκής βαρβαρικής Δύσης, μονάδα συλλο γικότητας είναι το φέουδο: Ο ένας κατέχει και διαφεντεύει, οι πολλοί υποτάσονται και δουλεύουν για τον ένα, τον φεουδάρχη Βασιλιά, που κατέχει μιαν έκταση γης και κομμάτια της παραχωρεί ως αντάλλαγμα προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών (beneficium) η προς καλλιέργεια με ανταπόδοση του μέγιστου ποσοστού παραγωγής στον ιδιοκτήτη (vassala – gium). Ο Γρηγόριος της Tours (6ος αι.), ιστορικός της εποχής, αποδίδει τον χαρακτηρισμό res publica μόνο στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με κέντρο τότε πια τη νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη. Τα βασίλεια και οι ηγεμονίες της Δύσης είχαν ατομική ιδιοκτησία ενός δυνάστη όχι κοινωνικά μορφώματα με θεσμούς και νόμους που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Η ιδιωτικοποίηση των πάντων, ακόμη και του πολέμου, είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ευρώπης των Βαρβάρων σε αντίθεση με την παράδοση του Ελληνορωμαϊκού κόσμου που χαρακτηρίζεται από την Ελληνική πόλη της πολιτικής τέχνης και επιστήμης του κοινωνιοκεντρικού Ελληνικού παραδείγματος. Στην μεσαιωνική Ευρώπη η κλοπή τιμωρείται με ποινή θανάτου ενώ ο φόνος με πρόστιμο πράγμα φυσικό για κοινωνίες που αξιολογούν την περιουσία σαν σημαντικότερη από τη ζωή. Το να έχεις είναι πιο σημαντικό από το να υπάρχεις. Σήμερα, ύστερα από δεκατρείς αιώνες, η βαρβαρική προτεραιότητα της «ιδιωτικοποίησης των πάντων» (le phenomene de privatisation general) κατά τη διατύπωση του Michel Rouche επανέρχεται και επιβάλλεται εκβιαστικά στους λαούς της Ευρώπης. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην αδυσώπητη πλημμυρίδα του νέου βαρβαρισμού της υπερκατανάλωσης και της άνευ ορίου διαφήμισης που γεννά ανάγκες και δεν τις ικανοποιεί. Ελληνική αντιπρόταση δεν φαίνεται να υπάρχει, ο στόχος να πραγματοποιηθεί η «πόλις» η αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, η πολιτική ως «κοινόν άθλημα» για τον κατ’ αλήθεια βίο είναι νοήματα ακατανόητα στρεβλωμένα φενακισμένα, συνυφασμένα όμως με την «Ελληνικότητα». Βρισκόμαστε στον πυρήνα της Ευρώπης ως ένα δυτικό «τσογλανοκρατίδιο» που η θέση μας ήταν στην ανατολή. Γράφουμε και διδάσκουμε για τον λαό των Ολυμπιακών αγώνων του Περικλή, του Πλάτωνα, του Ομήρου, του Μιλτιάδη. Μετά απ’ αυτούς πηδάμε, αιώνες, και αναφερόμαστε στον Σολωμό του 18ου αιώνα. Δεν υπήρξε τίποτα ανάμεσα; Αλλά αυτή είναι ακριβώς η θεωρία του Κοραή, η επίσημη ιδεολογία του νεοελληνικού κρατιδίου. Μετά τους Αρχαίους γίνεται ένα άλμα και φθάνουμε (απευθείας) εδώ στο νεοελληνικό κρατίδιο. Το ενδιάμεσο διάστημα είναι ντροπή σκοτάδι, πρέπει να εξαλειφθεί. Έχουμε ιστορία δεκαπέντε αιώνων για την οποία ντρεπόμαστε (δηλαδή από τον 5ο έως τον 20ο αιώνα). Οφείλουμε όμως να την γνωρίσουμε, να την ψάξουμε. Είναι το θέμα της Ελληνικής ταυτότητας της Ελληνικότητας. Αν πράγματι υπάρχει πρέπει να την ανακαλύψουμε, αν έχει εξαφανισθεί μέσα στα κύματα της ιστορίας πρέπει να την επινοήσουμε. Στην Βυζαντινή τέχνη το αρχαίο ελληνικό στοιχείο βρίσκεται εκεί που υπάρχει πίστη στον άνθρωπο, και λιγότερο εκεί που οι Εξελληνισθέντες ανατολίτες τεχνίτες επιδεικνύουν κενή δεξιοτεχνία. Το να προσπαθούμε να συναντήσουμε αυτούσια την αρχαία Ελλάδα στην βυζαντινή ζωγραφική, είναι αχαριστία για τα όσα συντήρησε, και δείγμα ιστορικής αμάθειας. Είναι παράλογο να ζητούμε στο Βυζάντιο ότι έχει πάψει να υπάρχει στην αρχαία Ελλάδα από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Προτιμώ να εκφράζω αυτό που ονομάζουμε ψυχή που συνυφαίνεται με την καθημερινότητα, γι’ αυτό υπερβαίνω τους έλληνες ζωγράφους της Σχολής του Μονάχου και αναφέρομαι στον Σπύρο Βασιλείου με την ρομαντική ματιά στην απαθανάτιση της Αθήνας και στον Γιάννη Τσαρούχη στον βαθμό που επηρεάζεται από την τέχνη Φαγιούμ. Ο Αλέκος Φασιανός είναι μοντέρνος με ευρεία απήχηση χρησιμοποιώντας στοιχεία από την βυζαντινολαϊκή παράδοση και τον Καραγκιόζη, ακολουθώντας δρόμους παράλληλους της Art Brut. Παρουσιάζω εικόνες γνώριμες στον θεατή μεταμορφώνοντάς τις σε σύμβολα. Μου αρέσει η αρμονία όπου κυριαρχούν τα γεωμετρικά σχήματα και η ισορροπία ανάμεσα στη φόρμα και το χρώμα. Πολλές φορές απολαμβάνω μια ηδονική πολυχρωμία μέσα σε ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον γεμάτο χρωματική νοσταλγία. Σαν καλλιτέχνης γνωρίζω πάρα πολύ καλά πως τίποτα δεν έρχεται από το πουθενά. Όλη η δημιουργική δουλειά χτίζεται πάνω σ’ αυτό που ήδη έχει υπάρξει. Άλλωστε ο συγγραφέας Τζόναθαν Λέθαμ έχει πει πως όταν οι άνθρωποι αποκαλούν κάτι «πρωτότυπο», εννιά στους δέκα απλώς δεν γνωρίζουν τις αναφορές και τις πρωτότυπες πηγές του. Η δικιά μου πρωτοπορία πρέπει να συνομιλεί με το Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον και να στηρίζεται στην όποια Ελληνικότητα που είναι αναγκαία για εμάς που αποτελούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι, ένα νεαρό κρατίδιο που προέκυψε από μια επανάσταση (1821) που ξεκίνησε από έξω, από τους Έλληνες του εξωτερικού, στις παραδουνάβιες περιοχές και από έναν αξιωματούχο του τσάρου, τον Υψηλάντη. Αποπερατώθηκε από τους ξένους, δηλαδή ήταν μια επανάσταση που κανείς δεν κατάλαβε πως έγινε (και που πραγματικά στόχευε). Το νεοελληνικο κρατίδιο στήθηκε τελικά με ξένα στρατεύματα, αλλά και ξένα χρήματα. Οι Ευρωπαίοι μας πήραν στα σοβαρά όταν πήραμε το πρώτο δάνειο από την Αγγλία. Από τότε άρχισε το σιτι να λέει «Μήπως εκεί μπορούμε να κάνουμε καλές επενδύσεις;» «Μήπως μπορεί να στηθεί μια Τράπεζα;». Έτσι κι αλλιώς φέρουμε μια βαριά πνευματική κληρονομιά και μια ιστορική δυστυχία. Πολλές φορές είχαμε συνεχόμενες ήττες και υιοθετήσαμε την παθητική φιλοσοφία του Καραγκιόζη. Η θέση μας ήταν στην Ανατολή. Καλώς ή κακώς βρεθήκαμε στον δυτικό κόσμο. Αυτό είναι κάτι που δεν ανατρέπεται. Μέσα σ’ αυτόν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο πρέπει να βρεθούμε όχι ως μίμοι, αλλά ως εταίροι. Πρέπει να διατηρήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας και να τα συνθέσουμε με μηνύματα της Ευρώπης, της Δύσης. Με την Ευρώπη μας ενώνει ο μύθος, πολλές φορές όμως μας έχει χωρίσει η ιστορία. Γι’ αυτό στην επόμενη ενότητα των έργων μου παίρνω τα φτερά του Απόλλωνα, του θεού του φωτός και της μουσικής, και τα δίνω στα ιπτάμενα ποδήλατα που ταξιδεύουν στο παρόν και το μέλλον. Δεν περιορίζομαι στις διαστάσεις ενός τελάρου, πραγματοποιώ τρισδιάστατες παραστάσεις. Έχουν τα χρώματα της ίριδας, είναι φωτεινά και ταξιδεύουν αενάως και εκφράζουν πανανθρώπινα μηνύματα που εκπορεύονται από τον μεταμοντερνισμό που συνήθως ταυτίζεται με την πολυπολιτισμικότητα και την πολιτιστική μετάφραση, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης που σήμερα, δυστυχώς, συνήθως συνδέεται, με μια δέσμευση από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Σε αντιδιαστολή, τα ποδήλατα, με χρώματα ζωντανά και ξάστερα, θέλω να αποτελούν τα όργανα της επανάστασης και της νοητικής προαγωγής, των νέων ιδεών. Κάθε νέα ιδέα, είναι ένας συνδυασμός μιας ή περισσοτέρων παλαιότερων ιδεών. Στην Ελληνική ζωγραφική θα πρέπει οι σταθερές ιδέες να στηρίζονται στην Ελληνικότητα και οι νέες στα διάφορα Ευρωπαϊκά ρεύματα. Ο καλλιτέχνης είναι συλλέκτης. Όχι ρακοσυλλέκτης, υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο ρακοσυλλέκτης συλλέγει ότι βρει, ο συλλέκτης συλλέγει επιλεκτικά. Συλλέγει μόνο τα πράγματα που τον ενδιαφέρουν πραγματικά. Για τον σκοπό αυτό αργότερα επιλέγω να πραγματευτώ το αστικό τοπίο που σήμερα είναι έντονα παγκοσμιοποιημένο λόγω της κοινής αρχιτεκτονικής, της διαφήμισης του Δρόμου και των ΜΜΕ, του internet και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτή την συγκυρία το 2013 η Ελληνική κοινωνία βιώνει δραματικά την αρνητική όψη της παγκοσμιοποίησης, επειδή προσπάθησε με αμετροέπεια να καταναλώσει, άκριτα ότι η Δυτική Βιομηχανία παρήγαγε με σκοπό το κέρδος. Πολλές φορές διαλέγω σαν κεντρικό θέμα τον άνθρωπο και την επιρροή που δέχεται από το αστικό τοπίο και την διαφήμιση. Η γραφή μου χρησιμοποιεί έντονα χρώματα, θερμά και ψυχρά, έτσι που να διασταυρώνεται με την Pop αισθητική. Ψήγματα αυτής βρίσκουμε στον Πικάσο και τον Ντε Κύρικο. Ο Άντυ Γουόρχολ χρησιμοποιεί την τεχνική της μεταξοτυπίας, ενώ ο Λιχτενστάιν έχει ως βάση τα κόμικς. Εγώ αναφέρομαι στις γιγαντοαφίσες με τρόπο που ο θεατής να μην μπορεί πάντα να ξεχωρίζει αν ο άνθρωπος βρίσκεται σε αστικό τοπίο ή αν αποτελεί μέρος κάποιας διαφήμισης. Δεν διαχωρίζεται το ανθρώπινο πραγματικό στοιχείο από το φανταστικό. Τονίζεται η σύγχυση που προκύπτει από την υπερπληροφόρηση και όχι την γνώση. Προκύπτουν έτσι αβίαστα ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη υπόσταση, στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Έχοντας προσπαθήσει να αφομοιώσω τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης, ιδίως αυτά της Popart, αντιπαραθέτω με το έργο μου μια σύγχρονη δυναμική Ελληνικότητα ικανή να λειτουργήσει, ως πρόταση νεωτερικότητας. Προσπαθώ η ζωγραφική μου να αφομοιώσει καίριες κατακτήσεις της Δυτικής και ανατολικής παράδοσης και να τις συνταιριάξω για να καταλήξω σε μια Ελληνική εκδοχή που να χαρακτηρίζεται από αίσθηση του μέτρου και λατρευτική στάση απέναντι στον συνεχώς αγωνιζόμενο άνθρωπο. Νιώθω λιγότερο μόνος φτιάχνοντας δικά μου πράγματα, βλέποντας τον εαυτό μου σαν μελος μιας δημιουργικής οικογένειας, γι’ αυτό όπως και άλλοι Ευρωπαίοι ζωγράφοι τις πηγές μου τις παρουσιάζω ως καθημερινή μυθολογία, που όμως στην δική μου περίπτωση, εμπεριέχει έντονα το ποιητικό στοιχείο, το έντονο φως της Μεσογείου. Είμαι Έλληνας ζωγράφος και ακαδημαϊκός δάσκαλος και μπορώ, μετά από μακρά πορεία, να υποστηρίξω ότι η ελληνικότητα όταν διαπερνάται και διαπερνά τον μεταμοντερνισμό αποκτά χαρακτηριστική αισθητική ποιότητα, τέτοια που να ξαναγίνεται πρωτοπορία. Όμως η όποια πρωτοπορία, διαχρονικά, σοσιαλιστική ή καπιταλιστική, δεν κατορθώνει να παράγει έναν πολιτισμό άμοιρο αίματος. Ο Αϊνστάιν είπε, ο 4ος παγκόσμιος πόλεμος ως αποτέλεσμα πυρηνικού ολέθρου και ανηθικότητας, θα γίνει με ρόπαλα και πέτρες και ο Ηράκλειτος ότι οτιδήποτε δεν διαχειρίζεται με τους ηθικούς κανόνες χάνει απολύτως την όποια αξία του. Το ζητούμενο λοιπόν είναι η νέα παγκοσμιοποίηση να εντάξει τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ως μοναδικότητα πολύτιμη και ανεπανάληπτη.
Κ.Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Από την αναδρομική έκθεση στο
Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών
Πάτρα, 2014
Ο χρωματιστός κόσμος του Κώστα Σπυρόπουλου
Δεν είναι λίγοι οι εικαστικοί καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από τη γοητεία του ελληνικού τοπίου. Είναι, όμως, ελάχιστοι αυτοί που το σχολίασαν με τον μοναδικό τρόπο του Κώστα Σπυρόπουλου. Δυνατές χρωματικές εναλλαγές, χρώματα καθαρά, όγκοι σαφώς περιγεγραμμένοι. Η θάλασσα, ο ουρανός, οι ορεινοί όγκοι, το αστικό τοπίο, το εσωτερικό περιβάλλον, λεπτομέρειες των σπιτιών και της ζωής μας, εναλλάσσονται στις συνθέσεις του που αποτυπώνουν και ταυτόχρονα σχολιάζουν την ελληνική πραγματικότητα, καθώς συνδυάζονται άλλοτε με φαινομενικά παράταιρα αντικείμενα της καθημερινότητας κι άλλοτε με εμμονική επανάληψη αριστουργηματικών έργων της αρχαιότητας.
Κινούμενος στον «θρασύ» χώρο της pop art αγκαλιάζει τις αντιθέσεις με τολμηρή παρρησία, ανεβάζει στα όριά τους τις εντάσεις, εξουδετερώνει τους συμβιβασμούς, εντάσσοντας τα ετερογενή στοιχεία των πινάκων του σε έναν καινούργιο κόσμο εικαστικής υπέρβασης τού κοινώς αποδεκτού και του τετριμμένου. Τα έργα του Σπυρόπουλου προκαλούν εντάσεις στο βλέμμα, στο συναίσθημα, στη σκέψη, εγείρουν, ερωτηματικά, απορίες, προβληματισμούς. Ο χρωματικός κόσμος του, με μια πρώτη θέαση, δείχνει χαρούμενος και ξέγνοιαστος φαινομενικά, είναι, όμως, βαθύτατα και με οξύ τρόπο σχολιαστικός σε ό,τι μας περιβάλλει με δεύτερη ανάγνωση. Μέσα από αυτόν τον σχολιασμό κατορθώνει να συγκεράσει στο έργο του κομμάτια του τότε και του τώρα, του εδώ και του εκεί, του πριν και του μετά, του ποτέ και του πάντοτε.
Μέσα από αυτή τη σχολιαστική διαχρονικότητα το έργο του Σπυρόπουλου διεκδικεί επάξια κι όσο τίποτε, θέση σε ένα σύγχρονο Αρχαιολογικό Μουσείο, όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτελώντας ένα ζωντανό κύτταρο πολιτισμού και έναν διαχρονικό θεραπευτή των Τεχνών και της Διανόησης του προσφέρει ασμένως βήμα έκθεσης των ανησυχιών του και της διαρκούς προσπάθειάς του να επισημάνει, να διαπιστώσει και να βελτιώσει πολλά από αυτά που μας θέτουν σε δοκιμασίες καθημερινά, με έργα που δίνουν το στίγμα της εποχής τους σε αντιπαράθεση με καλλιτεχνικές κατακτήσεις και αξίες της ελληνικής αρχαιότητας.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με χαρά υποδέχεται στους κόλπους του τις δημιουργίες του Κώστα Σπυρόπουλου, κυρίως αυτές που φέρνουν σε εποικοδομητικό διάλογο ένα ανήσυχο παρόν με ένα ανακουφιστικά παρήγορο παρελθόν
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΑΔΑΜ-ΒΕΛΕΝΗ
Αρχαιολόγος/Θεατρολόγος Διευθύντρια
Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης
Ένας σύγχρονος εικονοκλάστης
H λεκάνη της τουαλέτας που εμφανίζεται στο έργο του Κώστα Σπυρόπουλου “Επιτεύγματα πολιτισμών” του 2012 με παραπέμπει στο κλασσικό έργο του Marchel Duchamp “Fountain” του 1917. Οι αναφορές νεώτερων καλλιτεχνών σε έργα που καταγράφηκαν από την ιστορία της τέχνης αλλά κυρίως στην συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου είναι μια συνηθισμένη πρακτική. Είναι απόλυτα λογικό ένα έργο τέχνης που επηρέασε την ανθρώπινη σκέψη σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, απαντώντας καίρια σε ζητήματα ζωής και τέχνης ενώ συγχρόνως εξακολουθεί να μας αφορά έως και σήμερα να έχει ιστορική αναφορική αξία όπως κάθε άλλο ιστορικό γεγονός. Ένα έργο τέχνης τέτοιου βεληνεκούς αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντική παρακαταθήκη του ανθρώπινου πολιτισμού.
Πολλοί είναι οι λόγοι αυτής της επαναδιαπραγμάτευσης ενός ήδη καταγεγραμμένου ιστορικά έργου τέχνης με ένα σύγχρονο έργο. Εδώ επιγραμματικά θα αναφερθώ σε αυτό που θεωρώ κυρίαρχο. Το νέο έργο που αντλεί την δύναμή του από το παλιό, μας μεταφέρει σε ένα κοινό τόπο, κάτι που όλοι γνωρίζουμε και μπορούμε να συνδεθούμε. Ο καλλιτέχνης με την σαφή αναφορά του στο κλασσικό έργο τέχνης μας εισαγάγει γρηγορότερα, με την ασφάλεια του ήδη βιωμένου και κατανοητού, στις έννοιες πού το προηγούμενο αυτό έργο πραγματεύεται. Το έργο του Marchel Duchamp, ως γνωστόν, βασίστηκε στην πρακτική που ο ίδιος αποκαλούσε readymade και αποτελεί την επιτομή της επίθεσης του κινήματος του Dada στην συμβατικότητα και στο καλό γούστο. Άραγε τον Κώστα Σπυρόπουλο τον απασχολεί η διαμορφωμένη αισθητική της κοινωνικής συμπεριφοράς; Πως αλήθεια χρησιμοποιεί τα πολιτισμικά μας σύμβολα για να υποβάλλει την δική του πρόταση;
Οι πίνακές του συχνά εμπεριέχουν τις χριστιανικές θρησκευτικές, ευρέως αναγνωρίσιμες, εικόνες του εσταυρωμένου και της Παναγίας. Πότε μόνες τους, πότε με άλλα στοιχεία που θα προσθέσουν με την σειρά τους πληροφορίες και θα πλουτίσουν το έργο του με πνευματικές αντιθέσεις. Σε μια δύσκολη κοινωνική συγκυρία, όπως και κάθε άλλη ανάλογη ιστορική στιγμή, που μας κάνει πιο συντηρητικούς και επιφυλακτικούς σε ρηξικέλευθες ιδέες, ο καλλιτέχνης τολμά να ρισκάρει. Δεν είναι σίγουρα η πρώτη φορά, που η θρησκεία αποτέλεσε θέμα και πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. Οι Άγγλοι καλλιτέχνες Gilbert και George με το έργο τους Son of a God του 2005 παρουσιάζουν την δική τους άποψη για τον χριστιανισμό. Με σαφήνεια στις απόψεις τους, που θα μπορούσαν να γίνουν αμέσως εμφανείς από την αφίσα της έκθεσης, η οποία πουλήθηκε σε περιορισμένα αντίτυπα προς 2000 αγγλικές λίρες η κάθε μία και με μοναδικό θέμα τον τίτλο “Απαγορέψτε την θρησκεία”, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την θέση τους απέναντι στη θρησκεία.
Στον αντίποδα, ο Κώστας Σπυρόπουλος παραθέτει το θρησκευτικό με το καθημερινό, το λαϊκό με το τεχνολογικά σύγχρονο, το αρχαιοελληνικό με τα καπιταλιστικά σύμβολα και πολύ συχνά με το ερωτικό στην πιο αγοραία του μορφή. Το κοινωνικό αξιακό σύστημα δοκιμάζεται. Ο καλλιτέχνης ακροβατεί ανάμεσα στο ιερό και το βλάσφημο. Η αισθητική φόρμα που επιλέγει αυτή της pop art ή αν θέλετε της λαϊκής ελληνικής ζωγραφικής απενοχοποιεί τα νοήματα που στοιχειώνουν τον καλλιτέχνη. Η ματιά του φαίνεται αθώα, ίσως παιδική, που αναζητά το ελληνικό φως, τα έντονα χρώματα που περνούν από τον σταυρό, με μεγάλη ευκολία, στις φανέλες των ποδοσφαιριστών
Κοιτώντας το βίντεο του Αμερικανού Bill Viola “Emergency” του 2002, που έγινε με ανάθεση από το Getty Museum και αποτελεί κομμάτι από την σειρά “The Passionsseries”, διαπιστώνω πως το θρησκευτικό θέμα εύκολα ανιχνεύεται από το θεατή και ταυτίζεται με την αποκαθήλωση και την ανάσταση του Χριστού. Το έργο του Viola μπορεί να διαβαστεί πέραν του θρησκευτικού, εισάγοντας έντεχνα πολλαπλές αναγνώσεις του θέματός του. Αυτή την διφορούμενη ανάγνωση κρατώ και για το έργο του Σπυρόπουλου. Οι εικόνες του είναι διατυπωμένες με σαφήνεια αλλά τα νοήματα διφορούμενα. Συχνά με δάνεια από την καθημερινότητα, με μια ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ ίσως και σαρκασμού χρειάζονται τον θεατή που καλείται να προσθέσει τις δικές του εμπειρίες για να ολοκληρωθεί το έργο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΓΓΕΛΟΣ
Καθηγητής Σχολής Καλών
Τεχνών Αριστοτελείου
Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης
Απολογητικό δελτίο για την έκθεση ζωγραφικής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Μιλώ για την μυστική επικοινωνία με την ύλη, την αρμονική συμβίωση με το αίνιγμά της, αυτή που έκανε τον Έλληνα να καταλαβαίνει πόσο η φύση ξέρει να ακριβολογεί όταν ανυπόκριτα την εμπιστεύεσαι. Μερικές φορές, όταν η Μοίρα η παράξενη το επιθυμεί, μια μεγάλη αλληλεγγύη αναπτύσσεται ανάμεσα στα φυσικά στοιχεία και τις δημιουργικές δυνάμεις των ανθρώπων αυτού του τόπου. Τα σπίτια, ο αστικός χώρος, οι θάλασσες και οι ουρανοί, ο ήλιος και το φεγγάρι, τα κύματα και η αύρα η μυρουδιά του φρεσκοπλυμένου δέρματος του κοριτσιού στο πρώτο ραντεβού, οι μυρωδιές των λουλουδιών των επιταφίων της Μ. Εβδομάδας, είναι οι μυστικοί και ανυπόκριτοι χαρακτήρες αυτού που λέμε πατρίδα και συμμετέχουν στην κίνηση του χρωστήρα που υποκαθιστά και δεν αποδίδει απλώς το φως και το χρώμα.
Μιλώ για μέτρο και αρμονία και ονομάζω την έκθεση αυτή «Εμβάτης» που είναι η ακτίνα του κύκλου της περιμέτρου των κιόνων που τα πολλαπλάσιά της δίνουν χάρη και αρμονία στους αρχαίους ναούς. Το μέτρο και η αρμονία θα μπορούσε να χαρακτηρίζει μια παγκοσμιοποιημένη μορφή της «Ελληνικότητας». Άλλωστε το των Ελλήνων όνομα. μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας, δηλ. μια ζωγραφιά δεν είναι ελληνική μόνον από την εθνικότητα του ζωγράφου, Ελληνική ζωγραφική μπορεί να παράγεται σαν αποτέλεσμα αυθύπαρκτης εικαστικής συνομιλίας του δημιουργού με όλα τα άλλα ρεύματα του εικαστικού χώρου που εκπροσωπούνται από πολλούς «ισμούς». Όμως είτε το θέλουμε είτε όχι, η ιστορία της τέχνης στην σύγχρονη Ελλάδα ακολούθησε μια γραμμή διακεκομμένη και σπασμωδική, αντανακλώντας, απ’ αυτή την άποψη, την αρρυθμία των κοινωνικών και πολιτικών ανωμαλιών, εκδηλώνοντας όμως συνάμα και την δύναμη και την πρωτογενή φρεσκάδα των πλατιών στρωμάτων του λαού της και των μυστικών δυνάμεων της φύσης της.
Αυτά τα «Ελληνικά» χαρακτηριστικά εντάσσω στο κίνημα της Pop Art χωρίς όμως καμιά βαθύτερη ανάγκη, άκριτα, να ενσωματώσω στην ζωγραφική μου συνθήματα και φόρμες παρμένες από τα εργαστήρια του Βορρά και της Δύσης. Στις μοναχικές και απόρρητες στιγμές μου προτάσσω άγνωστες και ανέκφραστες πλευρές του βίου, του αστικού χώρου και των ουρανών και της «καταγωγής» μας. Αν η Τέχνη μου αποδειχθεί αληθινή θέλω να εκφράζει τον παρόντα χρόνο και να αφορά και τον μέλλοντα.
Κ.Β. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ