01. Όσα λέγονται με σχέδιο και χρώμα

«…οι δυνατότητες του Κ. Σπυρόπουλου είναι πολύ αξιόλογες και χωρίς άλλο θα παρουσιάσει εκπλήξεις και στο μέλλον…»

ΣΤEΛΙΟΣ ΛΙΔAΚΗΣ
Περιοδικό «Ζυγός», Μάιος – Ιούνιος 1983

«…Μέσα από μια βαθειά νοσταλγία ξεφυτρώνουν αυτά τα τοπία, φωτισμένα όχι από ήλιο, αλλά από την εσωτερική έμπνευση του δημιουργού τους,
μέσα απ’ όπου έχουν προέλθει…»

ΑΘΗΝA ΣΧΙΝA
Από τον κατάλογο της έκθεσης στην
Γκαλερί Ψυχάρη, Αθήνα 2000

Ο Κ. Σπυρόπουλος στην «Αντηνωρ»

Ένας  γιατρός, πνευμονολόγος, με διδακτορικό δίπλωμα, καταπιάνεται, εδώ και χρόνια, με τη ζωγραφική. Αυτοδίδακτος δεν είναι, ούτε ναΐφ, ούτε ερασιτέχνης· παρουσιάζει μάλιστα μια στιλιστική συνέπεια και μια τέτοια κατανόηση της χρωματικής κλίμακας ώστε τα έργα του ν’ αποκτούν ιδιαίτερη αισθητική βαρύτητα.

Η στροφή προς το ελληνικό τοπίο. Και μάλιστα το νησιώτικο, τον φέρνει αντιμέτωπο με παλιά, γνωστά, προβλήματα που απασχόλησαν πολύ έντονα τους περιηγητές του περασμένου αιώνα. Πρώτοι αυτοί διαπίστωσαν την έλλειψη γραφικότητας, σε αντιδιαστολή προς το κατ’ εξοχήν γραφικό ιταλικό τοπίο. Σκληρά περιγράμματα, φώς υπερβολικά έντονο, χρώματα κτυπητά δεν προσφέρονται για το τοπίο, που βασίζεται στο ατμοσφαιρικό χρώμα, στο σφουμάτο των αντανακλάσεων. Οι ίδιοι οι Έλληνες απέφυγαν στον 19ο αιώνα το τοπίο των νησιών και μόλις στον 20ο ο Νικόλαος Λύτρας καταπιάστηκε μαζί του.

Ο Κωνσταντίνος Μαλέας, που αγάπησε και μελέτησε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, βρήκε στους νησιώτικους οικισμούς ένα ενδιαφέρον μοτίβο. Σε όλες τις περιπτώσεις φάνηκε αναγκαία η αποξένωση της πραγματικότητας, προκειμένου να αξιοποιηθεί ζωγραφικά–αισθητικά. Και η αποξένωση έγινε με εξπρεσιονιστικά μέσα.

Ο Κώστας Σπυρόπουλος, αντίθετα −όπως και Μάρκος  Βένιος και εν μέρει ο Μιχάλης Γεωργάς, που καταπιάνονται μ’ επιτυχία με το ίδιο θέμα− προτιμά τη λυρική μετουσίωση και την ηρεμία της χρωματικής γκάμας. Η αποξένωση εδώ βασίζεται σ’ένα ανεπαίσθητο στυλιζάρισμα και σε μια «γεωμετρικοποίηση» της θάλασσας. Μια απόλυτη νηνεμία επικρατεί παντού· όλα έχουν καταλαγιάσει. Ο ήλιος έχει γίνει ένα πράγμα με τον κόσμο που έχει πλάσει, ο αέρας, χορτασμένος, έχει μεταβληθεί σε ένα ανάλαφρο χάδι, οι οικισμοί σε καλοπροαίρετα φαντάσματα. Οι δυνατότητες του Κ. Σπυρόπουλου είναι πολύ αξιόλογες και χωρίς άλλο θα παρουσιάσει εκπλήξεις και στο μέλλον.

ΣTΈΛΙΟΣ ΛΙΔAΚΗΣ
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης
Ζυγός Μάιος – Ιούνιος 1983

Θερινή Αίγλη

Μεσόγειος:  έχει ένα ξεχωριστό, απαστράπτον φως. Οι τόνοι του που αναδύουν τις χρωματικές ποιότητες των όγκων, κάνουν το τοπίο συχνά να μετεωρίζεται. Η διαφάνεια και οι αντανακλάσεις εκμηδενίζουν τις σκιές και στο βλέμμα μεταδίδεται η αίσθηση πως μπορεί άνετα να διαπερνά και να διασυνδέει κάθε ξεχωριστή οντότητα, εναρμονίζοντας τις αντιθέσεις. Ιδιαίτερα όταν ο εικαστικός δημιουργός επιλέγει ως θέματά του τις όψεις και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νησιών, προκειμένου να περιηγηθεί στον χώρο και στον χρόνο της θερινής τους αίγλης των εντυπώσεων ή των αναμνήσεων, η επιθυμία του κατ’ ούσίαν είναι να μεταδώσει την παράδοξη κι ονειρική ατμόσφαιρα ενός μικρόκοσμου που δεν γνωρίζει ή δεν υποτάσσεται στα σύνορα της λογικής.

Ο Κώστας Σπυρόπουλος ζωγραφίζει, εδώ και αρκετά χρόνια, τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στην γεωφυσική διαμόρφωση πολλών εξ αυτών, στις βραχώδεις τους περιοχές, στα λιγοστά χωράφια και στις ελιές, στις ξερολιθιές που συγκρατούν από την δύναμη των ανέμων το λεπτό χώμα, στα σπίτια και τα εκκλησάκια που μέσα από την λευκότητα των τοίχων τους ή τις κεραμιδένιες αλλού στέγες, ατενίζουν το γαλάζιο του ουρανού και την πελαγίσια αλμύρα της θάλασσας.

Για τον Κώστα Σπυρόπουλο η ζωγραφική είναι πρόκληση και παράλληλα μια άσκηση προσήλωσης κι ένας τρόπος μετουσίωσης των ερεθισμάτων που η ευαισθησία του δέχεται από το περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο αυτό περιβάλλον των γρήγορων εναλλαγών του φωτός και των μορφοπλαστικών αντιθέσεων, χρησιμοποιείται από τον καλλιτέχνη ως πρόσχημα, προκειμένου μέσα από την θεματική του κάθε φορά σύνθεση να διαπραγματευθεί την ίδια την υπέρβαση.

Η εικαστική γραφή, στα συγκεκριμένα θαλασσινά τοπία, μαρτυρεί την γνώση του της βυζαντινολαϊκής μας παρακαταθήκης. Αν και ο ζωγράφος επικεντρώνεται σε κάποιες χαρακτηριστικές υφολογικές λεπτομέρειες, το ζητούμενο για κείνον δεν είναι η απόδοση της γραφικότητας, αλλά το υπερρεαλιστικό στοιχείο που εγκυμονεί πίσω απ’ την συναρμογή η την συμπαράθεση ρεαλιστικών γνωρισμάτων.

Ο συνδυασμός των πλακάτων, καθαρών χρωμάτων με τις τονικές διακυμάνσεις που πιστοποιούνται στην αναγλυφικότητα των όγκων, καθώς και η συνύπαρξη της δυσδιάστατης με την τρισδιάστατη προοπτική, προσφέρουν στο βλέμμα του θεατή την αίσθηση της αληθοφάνειας, η οποία όμως έχει την δυνατότητα να εξοβελίζει τον χρόνο καί τα επακόλουθα των μετατροπών του που φανερώνουν την φθορά και την αλλοίωση.

Εικόνες μέσα στην εικόνα προτείνονται διαλεκτικά στα έργα του Κ. Σπυρόπουλου. Η εξωτερική παρατήρηση συνυφαίνεται στην σύνθεση με την εσωτερική ενατένιση, όπως νοηματικά το βάθος του ορίζοντα αναλογεί, κατ’ επέκταση, σε μια βυθομέτρηση της μνήμης. Τα παράθυρα της παρατήρησης συμπληρώνουν τις περισκοπήσεις της αναπόλησης. Η σαφήνεια και η λιτότητα της κάθε φόρμας ενυδατώνουν με συναίσθημα τις χυμώδεις αντιθέσεις των χρωμάτων και των αντιστικτικών ισορροπιών τους.

Τα τοπία του Κ. Σπυρόπουλου συμπεριλαμβάνουν όλες τις εποχές και τις ώρες της ημέρας. Στον ουρανό ή μακριά στον ορίζοντα επικρέμεται ο ήλιος ή ο δίσκος της ολοστρόγγυλης σελήνης, σαν να ταξιδεύουν στους αιώνες, μαζί με τον πολύχρωμο χαρταετό της άφθορης και άδολης ηλικίας του βλέμματος ή το μοναχικό ιστιοφόρο που διακρίνεται στο βάθος με ανοιγμένα τα πανιά του στους πέντε άνεμους του απροσδόκητου και στα σαράντα κύματα του θαλασσινού πόντου.

Η πνοή της αύρας μετριάζει την ζέστη του θέρους και στην στέρφα γη ξεφυτρώνουν αειθαλή δέντρα κοντά σε αρχαία αλώνια, δίπλα σε παλιά μονοπάτια και ξεροπήγαδα. Κομμάτια από επιτύμβιες πλάκες ή αποσπάσματα από ξεχασμένες ζωφόρους, με κινήσεις αγαλματοποιημένων μορφών, υπαινίσσονται μια μακρινή ιστορία ανθρώπων που πέρασαν και μόχθησαν πάνω σε μια γη, της οποίας έψαχναν να βρουν τα μέτρα και τα σταθμά για τον κόσμο που ονειρεύονταν.

Στα έργα του Κ. Σπυρόπουλου, μπορεί να εντοπίζει κανείς στοιχεία διακοσμητισμού και γραφικότητας ή νοσταλγίας, η πρόθεση όμως του καλλιτέχνη είναι διαφορετική. Προσπαθεί να μας μεταγγίσει τις αλυσσιδωτές σχέσεις παρελθόντος και παρόντος, μνημειώνοντας πτυχές της καθημερινότητας και της αισθαντικής παρατήρησης. Οι εικόνες μέσα στην εικόνα που απαρτίζουν συνήθως τις εικαστικές του συνθέσεις, αποτελούν εμψυχωμένες εκδοχές του ορατού και του φανταστικού. Η συμπαράθεση και η συναρμογή τους δημιουργεί μια εσωτερική συνομιλία συγκοινωνούντων δοχείων, μιας πράξης θεατρικής που παίζεται μπροστά και πίσω από τα παρασκήνια.

Ο Κ. Σπυρύπουλος σκηνοθετεί και σκηνογραφεί τα πράγματα ως πρόσωπα και τις προσωποποιήσεις των θεάσεων του Αρχιπελαγικού κόσμου ως πράξεις ενός λυρικού δράματος, που παίζεται ερήμην των χωροχρονικών αποστάσεων και της τύρβης που προσφέρει η καθημερινότητα. Μέσα από τους ανέφελους ουρανούς και τις ακύμαντες θάλασσες, μέσα από τα ασπαίροντα χρώματα και την εράσμια γαλήνη των τοπίων, η ελεγεία της ζωής φανερώνεται με την στιλπνότητα και την στιγμιοτυπική ακεραίωση που θα επιθυμούσαμε να έχουν τα όνειρά μας. Τα όνειρα που τους λείπει η διάρκεια, εφ’ όσον σβήνουν στο κάθε ξημέρωμα.

ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ
Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης
ΑΘΗΝΑ 2000

Τα νησιωτικά τοπία του Κώστα Σπυρόπουλου

Η εκφραστική διάθεση είναι μια φυσική δύναμη, που δεν δαμάζεται με τίποτα. Αντανακλά το δυναμισμό της ψυχής, που σπάει τους τύπους και τα καλούπια προκειμένου να αποκτήσει οντότητα. Αυτό συμβαίνει σε όλους εκείνους που έχουν την τύχη και το προνόμιο να είναι φορείς του εκφραστικού αυτού δυναμισμού. Όποιο δρόμο κι αν ακολουθήσουν σε οποιαδήποτε «στενωπό» και αν βρεθούν, θα έρθει η στιγμή της έκρηξης. Μιας έκρηξης που δεν καταστρέφει, αλλά αντίθετα δημιουργεί, που δεν αλλοιώνει, αλλά λυτρώνει, γι’ αυτό είναι τύχη και προνόμιο.

Ο Κώστας Σπυρόπουλος μπήκε στο κύκλωμα της επιστήμης, δηλαδή σ’ ένα λογικό καλούπι, σ’ ένα χώρο που κυριαρχεί η γνώση, η εμπειρία, η μεθοδικότητα, η έρευνα, η παρατήρηση. Του ήταν όμως αδύνατο να περιοριστεί αποκλειστικά σ’ αυτόν. Ανήκε στους τυχερούς και προνομιούχους, σ’ αυτούς που έχουν το δικαίωμα να βρουν έναν τρόπο λύτρωσης πέρα από τη λογική και την επιστήμη, που είναι βασικά άσχετες με τη λύτρωση. Αυτές ξέρουν να δεσμεύουν, όχι όμως να ελευθερώνουν. Ακολούθησε την επιταγή της ψυχής του και έτσι βρέθηκε καταμεσής του απέραντου κήπου της φαντασίας, του κήπου που δεν περιορίζεται από τείχη ή φράχτες, που δεν έχει αρχή και τέλος και που οι περιπλανήσεις σ’ αυτόν είναι πραγματικές περιπέτειες στο άγνωστο. Η τέχνη κέρδισε τον Σπυρόπουλο χωρίς να τον χάσει η επιστήμη. Αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» πληρώνει και στις δυό το δασμό της εύνοιάς τους και κατορθώνει έτσι κάτι το όχι απλό, αλλά και όχι ακατόρθωτο: Υπηρετεί δύο κυρίους χωρίς να τους προδίδει. «Έτσι η τέχνη δεν είναι απλώς ένα χόμπυ», ενώ ξεπερνά άνετα το σκόπελο του ερασιτεχνισμού. Στο τοπίο των νησιών, ένα από τα πιο λιτά και απαιτητικά στη ζωγραφική, βρήκε αυτό που ανταποκρινόταν στην εκφραστική του διάλεκτο. Τον κέρδισε η φωτεινότητα της ατμόσφαιρας και των αντικειμένων που υπάρχουν μέσα σ’ αυτήν, η απλή διαγραφή, η άμεση σχέση ουρανού, γης, θάλασσας, σαν πρωταρχικά στοιχεία της δημιουργίας. Αποφεύγοντας από την άλλη πλευρά τον ξηρό ρεαλισμό, μετουσίωσε την πραγματικότητα σε ποιητική εικόνα, μέσω μιας υποκειμενικής χρωματικής γκάμας και μιας στυλιζαρισμένης επεξεργασίας των λεπτομερειών. Αυτό όμως λέγεται «αποξένωση» της πραγματικότητας και είναι γεγονός, ότι αυτή ακριβώς η «αποξένωση» κάνει δυνατή την απεικόνιση ενός τοπίου που είναι «κλειστό στον εαυτό του» και επομένως ακατάλληλο για μια «φωτογραφική» απόδοση. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος της «αισθητικής ψευτιάς» όπως τη βρίσκουμε σ’ ένα καρτποστάλ. Γι’ αυτό το λόγο ίσως σπάνια μόνο συναντούμε αξιόλογες τοπιογραφίες των νησιών. Στον περασμένο αιώνα οι περιηγητέςζωγράφοι τις απέφευγαν ή όταν επιδίδονται σ’ αυτές τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, ενώ στον αιώνα μας, ελάχιστοι Έλληνες ζωγράφοι καταπιάστηκαν μ’ αυτές. Ο Νικόλαος Λύτρας ανήκει στους επιφανέστερους, αλλά και αυτός πλησιάζει το νησιώτικο τοπίο αποξενώντας το με την εξπρεσσιονιστική έμφαση του χρώματος. Ο Κώστας Σπυρόπουλος είναι λυρικός καλλιτέχνης. Δεν δραματοποιεί το χρώμα. Αντίθετα το απαλαίνει προσδίδοντάς του μεγάλη γλυκύτητα. Όλα ησυχάζουν λες κι έχει να κάνει κανείς με το σκηνικό ενός ονείρου. Και άλλοι νέοι Έλληνες καλλιτέχνες καταπιάνονται σήμερα με το νησιώτικο τοπίο, όπως ο Μάρκος Βενιός και οι προσπάθειές τους βρίσκονται μέσα στα πλαίσια μιας τυπικά ελληνικής τοπιογραφίας, που με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας ήταν άγνωστη μέχρι τώρα. Προσφέρεται άλλωστε αυτός ο τόπος, για μια ενδόμυχη ψυχική επικοινωνία, αρκεί μόνο η σχέση αυτή να είναι ειλικρινής και βαθιά, αλλιώς η οποιαδήποτε επαφή είναι αδύνατη. Ο Κώστας Σπυρόπουλος ανήκει σε κείνους που ζουν το χώρο μέσα στον οποίο κινούνται και ταυτίζονται μ’ αυτόν.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΥΔΑΚΗΣ
Περιοδικό «ομπρέλα», 1984